Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
στοιχάς
View word page
στοιβασία
stuffing, heaping up

ShortDef

stuffing, heaping up

Debugging

Headword:
στοιβασία
Headword (normalized):
στοιβασία
Headword (normalized/stripped):
στοιβασια
IDX:
81844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81845
Key:

Data

{'content': 'stuffing, heaping up'}