Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
στοιχαδίτης
View word page
στοιβάζω
to pile up, pack together

ShortDef

to pile up, pack together

Debugging

Headword:
στοιβάζω
Headword (normalized):
στοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
στοιβαζω
IDX:
81843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81844
Key:

Data

{'content': 'to pile up, pack together'}