Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοιχάδες
View word page
στόβος
abuse, bad language, insolence
ShortDef
abuse, bad language, insolence
Debugging
Headword:
στόβος
Headword (normalized):
στόβος
Headword (normalized/stripped):
στοβος
IDX:
81842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81843
Key:
Data
{'content': 'abuse, bad language, insolence'}