Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβοειδής
στοΐδιον
View word page
στοβέω
scold

ShortDef

scold

Debugging

Headword:
στοβέω
Headword (normalized):
στοβέω
Headword (normalized/stripped):
στοβεω
IDX:
81841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81842
Key:

Data

{'content': 'scold'}