Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
View word page
στοαοροφή
portico-roof

ShortDef

portico-roof

Debugging

Headword:
στοαοροφή
Headword (normalized):
στοαοροφή
Headword (normalized/stripped):
στοαοροφη
IDX:
81839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81840
Key:

Data

{'content': 'portico-roof'}