Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
στοιβασία
View word page
στλεγγίζω
scrape
ShortDef
scrape
Debugging
Headword:
στλεγγίζω
Headword (normalized):
στλεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
στλεγγιζω
IDX:
81834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81835
Key:
Data
{'content': 'scrape'}