Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιχομυθία
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
στοιβάζω
View word page
στλεγγιδοποιός
making

ShortDef

making

Debugging

Headword:
στλεγγιδοποιός
Headword (normalized):
στλεγγιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
στλεγγιδοποιος
IDX:
81833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81834
Key:

Data

{'content': 'making'}