Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
View word page
στλεγγιδολήκυθος
the slave who carried his master's

ShortDef

the slave who carried his master's

Debugging

Headword:
στλεγγιδολήκυθος
Headword (normalized):
στλεγγιδολήκυθος
Headword (normalized/stripped):
στλεγγιδοληκυθος
IDX:
81832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81833
Key:

Data

{'content': "the slave who carried his master's"}