Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
View word page
στιώδης
stony, hard
ShortDef
stony, hard
Debugging
Headword:
στιώδης
Headword (normalized):
στιώδης
Headword (normalized/stripped):
στιωδης
IDX:
81831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81832
Key:
Data
{'content': 'stony, hard'}