Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
View word page
ἀντανάγω
to lead up against
ShortDef
to lead up against
Debugging
Headword:
ἀντανάγω
Headword (normalized):
ἀντανάγω
Headword (normalized/stripped):
ανταναγω
IDX:
8182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8183
Key:
Data
{'content': 'to lead up against'}