Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλεγγύς
στοά
View word page
στιχουργέω
make verses
ShortDef
make verses
Debugging
Headword:
στιχουργέω
Headword (normalized):
στιχουργέω
Headword (normalized/stripped):
στιχουργεω
IDX:
81828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81829
Key:
Data
{'content': 'make verses'}