Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιώδης
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίς
View word page
στιχοποιέω
make verses

ShortDef

make verses

Debugging

Headword:
στιχοποιέω
Headword (normalized):
στιχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στιχοποιεω
IDX:
81825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81826
Key:

Data

{'content': 'make verses'}