Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχελεγεῖον
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
View word page
στιχίζω
arranged in a row

ShortDef

arranged in a row

Debugging

Headword:
στιχίζω
Headword (normalized):
στιχίζω
Headword (normalized/stripped):
στιχιζω
IDX:
81812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81813
Key:

Data

{'content': 'arranged in a row'}