Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχελεγεῖον
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
View word page
στιχάομαι
to march in rows
ShortDef
to march in rows
Debugging
Headword:
στιχάομαι
Headword (normalized):
στιχάομαι
Headword (normalized/stripped):
στιχαομαι
IDX:
81804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81805
Key:
Data
{'content': 'to march in rows'}