Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχελεγεῖον
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίζω
View word page
στιφρότης
solidity, stoutness

ShortDef

solidity, stoutness

Debugging

Headword:
στιφρότης
Headword (normalized):
στιφρότης
Headword (normalized/stripped):
στιφροτης
IDX:
81802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81803
Key:

Data

{'content': 'solidity, stoutness'}