Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχελεγεῖον
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
View word page
στιφράω
harden

ShortDef

harden

Debugging

Headword:
στιφράω
Headword (normalized):
στιφράω
Headword (normalized/stripped):
στιφραω
IDX:
81800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81801
Key:

Data

{'content': 'harden'}