Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχελεγεῖον
View word page
στιπτός
trodden down, close-pressed
ShortDef
trodden down, close-pressed
Debugging
Headword:
στιπτός
Headword (normalized):
στιπτός
Headword (normalized/stripped):
στιπτος
IDX:
81796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81797
Key:
Data
{'content': 'trodden down, close-pressed'}