Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
View word page
στιππυουργός
worker in tow
ShortDef
worker in tow
Debugging
Headword:
στιππυουργός
Headword (normalized):
στιππυουργός
Headword (normalized/stripped):
στιππυουργος
IDX:
81795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81796
Key:
Data
{'content': 'worker in tow'}