Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
View word page
στιππύϊνος
made of tow
ShortDef
made of tow
Debugging
Headword:
στιππύϊνος
Headword (normalized):
στιππύϊνος
Headword (normalized/stripped):
στιππυινος
IDX:
81794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81795
Key:
Data
{'content': 'made of tow'}