Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
View word page
στιπποτιμητής
tow-valuer

ShortDef

tow-valuer

Debugging

Headword:
στιπποτιμητής
Headword (normalized):
στιπποτιμητής
Headword (normalized/stripped):
στιπποτιμητης
IDX:
81792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81793
Key:

Data

{'content': 'tow-valuer'}