Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
Στῖρις
View word page
στίξ
a row, line, rank

ShortDef

a row, line, rank

Debugging

Headword:
στίξ
Headword (normalized):
στίξ
Headword (normalized/stripped):
στιξ
IDX:
81788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81789
Key:

Data

{'content': 'a row, line, rank'}