Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
Στιριεύς
View word page
στίμμισμα
blackening with

ShortDef

blackening with

Debugging

Headword:
στίμμισμα
Headword (normalized):
στίμμισμα
Headword (normalized/stripped):
στιμμισμα
IDX:
81787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81788
Key:

Data

{'content': 'blackening with'}