Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
στιπτός
View word page
στιμμίζω
tinge

ShortDef

tinge

Debugging

Headword:
στιμμίζω
Headword (normalized):
στιμμίζω
Headword (normalized/stripped):
στιμμιζω
IDX:
81786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81787
Key:

Data

{'content': 'tinge'}