Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππυουργός
View word page
στίμμι
powdered antimony

ShortDef

powdered antimony

Debugging

Headword:
στίμμι
Headword (normalized):
στίμμι
Headword (normalized/stripped):
στιμμι
IDX:
81785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81786
Key:

Data

{'content': 'powdered antimony'}