Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
View word page
στίλψις
shining, glittering

ShortDef

shining, glittering

Debugging

Headword:
στίλψις
Headword (normalized):
στίλψις
Headword (normalized/stripped):
στιλψις
IDX:
81784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81785
Key:

Data

{'content': 'shining, glittering'}