Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιπποχειριστής
View word page
στίλπων
dwarf
ShortDef
dwarf
Debugging
Headword:
στίλπων
Headword (normalized):
στίλπων
Headword (normalized/stripped):
στιλπων
IDX:
81783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81784
Key:
Data
{'content': 'dwarf'}