Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
View word page
στιλπνωτής
polisher

ShortDef

polisher

Debugging

Headword:
στιλπνωτής
Headword (normalized):
στιλπνωτής
Headword (normalized/stripped):
στιλπνωτης
IDX:
81782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81783
Key:

Data

{'content': 'polisher'}