Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
στιπποπραγματευτής
View word page
στιλπνόω
make to shine, polish

ShortDef

make to shine, polish

Debugging

Headword:
στιλπνόω
Headword (normalized):
στιλπνόω
Headword (normalized/stripped):
στιλπνοω
IDX:
81781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81782
Key:

Data

{'content': 'make to shine, polish'}