Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στιπποκογχιστής
View word page
στιλπνότης
brightness

ShortDef

brightness

Debugging

Headword:
στιλπνότης
Headword (normalized):
στιλπνότης
Headword (normalized/stripped):
στιλπνοτης
IDX:
81780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81781
Key:

Data

{'content': 'brightness'}