Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
στίξις
View word page
στιλπνός
glittering, glistening

ShortDef

glittering, glistening

Debugging

Headword:
στιλπνός
Headword (normalized):
στιλπνός
Headword (normalized/stripped):
στιλπνος
IDX:
81779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81780
Key:

Data

{'content': 'glittering, glistening'}