Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταλλακτέος
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμοιβά
ἀνταμοιβή
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
View word page
ἀνταμύνομαι
to defend oneself against, resist

ShortDef

to defend oneself against, resist

Debugging

Headword:
ἀνταμύνομαι
Headword (normalized):
ἀνταμύνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταμυνομαι
IDX:
8177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8178
Key:

Data

{'content': 'to defend oneself against, resist'}