Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμισμα
στίξ
View word page
στίλη
a drop

ShortDef

a drop

Debugging

Headword:
στίλη
Headword (normalized):
στίλη
Headword (normalized/stripped):
στιλη
IDX:
81778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81779
Key:

Data

{'content': 'a drop'}