Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
View word page
στίλβωσις
making to shine
ShortDef
making to shine
Debugging
Headword:
στίλβωσις
Headword (normalized):
στίλβωσις
Headword (normalized/stripped):
στιλβωσις
IDX:
81776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81777
Key:
Data
{'content': 'making to shine'}