Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
View word page
στίλβωθρον
cosmetic
ShortDef
cosmetic
Debugging
Headword:
στίλβωθρον
Headword (normalized):
στίλβωθρον
Headword (normalized/stripped):
στιλβωθρον
IDX:
81775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81776
Key:
Data
{'content': 'cosmetic'}