Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
View word page
στίλβω
to glisten
ShortDef
to glisten
Debugging
Headword:
στίλβω
Headword (normalized):
στίλβω
Headword (normalized/stripped):
στιλβω
IDX:
81774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81775
Key:
Data
{'content': 'to glisten'}