Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
View word page
στιλβοποιέω
make to shine

ShortDef

make to shine

Debugging

Headword:
στιλβοποιέω
Headword (normalized):
στιλβοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στιλβοποιεω
IDX:
81773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81774
Key:

Data

{'content': 'make to shine'}