Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
View word page
στιλβηδών
brilliance, brightness, polish
ShortDef
brilliance, brightness, polish
Debugging
Headword:
στιλβηδών
Headword (normalized):
στιλβηδών
Headword (normalized/stripped):
στιλβηδων
IDX:
81771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81772
Key:
Data
{'content': 'brilliance, brightness, polish'}