Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
στιλπνότης
View word page
στιλβηδόν
shining, glittering

ShortDef

shining, glittering

Debugging

Headword:
στιλβηδόν
Headword (normalized):
στιλβηδόν
Headword (normalized/stripped):
στιλβηδον
IDX:
81770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81771
Key:

Data

{'content': 'shining, glittering'}