Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στιλπνός
View word page
στίλβη
lamp

ShortDef

lamp

Debugging

Headword:
στίλβη
Headword (normalized):
στίλβη
Headword (normalized/stripped):
στιλβη
IDX:
81769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81770
Key:

Data

{'content': 'lamp'}