Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
στιλβωτής
View word page
στιλβαῖος
coloratus

ShortDef

coloratus

Debugging

Headword:
στιλβαῖος
Headword (normalized):
στιλβαῖος
Headword (normalized/stripped):
στιλβαιος
IDX:
81767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81768
Key:

Data

{'content': 'coloratus'}