Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωσις
View word page
στικτός
punctured, spotted

ShortDef

punctured, spotted

Debugging

Headword:
στικτός
Headword (normalized):
στικτός
Headword (normalized/stripped):
στικτος
IDX:
81766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81767
Key:

Data

{'content': 'punctured, spotted'}