Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στίλβω
στίλβωθρον
View word page
στικτόπους
with spotted feet

ShortDef

with spotted feet

Debugging

Headword:
στικτόπους
Headword (normalized):
στικτόπους
Headword (normalized/stripped):
στικτοπους
IDX:
81765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81766
Key:

Data

{'content': 'with spotted feet'}