Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
View word page
στίζω
to mark with a pointed instrument, to tattoo

ShortDef

to mark with a pointed instrument, to tattoo

Debugging

Headword:
στίζω
Headword (normalized):
στίζω
Headword (normalized/stripped):
στιζω
IDX:
81762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81763
Key:

Data

{'content': 'to mark with a pointed instrument, to tattoo'}