Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
View word page
στιγμός
pricking

ShortDef

pricking

Debugging

Headword:
στιγμός
Headword (normalized):
στιγμός
Headword (normalized/stripped):
στιγμος
IDX:
81760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81761
Key:

Data

{'content': 'pricking'}