Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στιλβαῖος
View word page
στιγμή
a spot, point
ShortDef
a spot, point
Debugging
Headword:
στιγμή
Headword (normalized):
στιγμή
Headword (normalized/stripped):
στιγμη
IDX:
81757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81758
Key:
Data
{'content': 'a spot, point'}