Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
στικτέον
View word page
στιγματηφορέω
to bear tattoo-marks

ShortDef

to bear tattoo-marks

Debugging

Headword:
στιγματηφορέω
Headword (normalized):
στιγματηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στιγματηφορεω
IDX:
81753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81754
Key:

Data

{'content': 'to bear tattoo-marks'}