Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίζω
View word page
στίγμα
the mark of a pointed instrument, a tattoo-mark, brand
ShortDef
the mark of a pointed instrument, a tattoo-mark, brand
Debugging
Headword:
στίγμα
Headword (normalized):
στίγμα
Headword (normalized/stripped):
στιγμα
IDX:
81752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81753
Key:
Data
{'content': 'the mark of a pointed instrument, a tattoo-mark, brand'}