Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
View word page
στιγεύς
one who tattooes, a tattooer

ShortDef

one who tattooes, a tattooer

Debugging

Headword:
στιγεύς
Headword (normalized):
στιγεύς
Headword (normalized/stripped):
στιγευς
IDX:
81751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81752
Key:

Data

{'content': 'one who tattooes, a tattooer'}