Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
View word page
στίβος
a trodden way, track, path
ShortDef
a trodden way, track, path
Debugging
Headword:
στίβος
Headword (normalized):
στίβος
Headword (normalized/stripped):
στιβος
IDX:
81750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81751
Key:
Data
{'content': 'a trodden way, track, path'}