Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη
στίβη2
στιβήεις
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβική
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματηφόρος
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
View word page
στιβική
tax on
ShortDef
tax on
Debugging
Headword:
στιβική
Headword (normalized):
στιβική
Headword (normalized/stripped):
στιβικη
IDX:
81749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81750
Key:
Data
{'content': 'tax on'}